καταφλεξίπολις

καταφλεξίπολις
καταφλεξίπολις, ό, ἡ (Α)
μτφ. (για εταίρα) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ., τού τύπου τερ-ψίμβροτος < θ. καταφλεξ- (πρβλ. κατα-φλέξ-ω, μέλλ. τού καταφλέγω) + -πολις, , (< πόλις), πρβλ. σωσί-πολις, ταραξί-πολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”